- αντιτακτικος
- ἀντιτακτικόςἀντι-τακτικός3способный оказать сопротивление
(δύναμις πρός τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δύναμις πρός τι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αντιτακτικός — ἀντιτακτικός, ή, όν (Α) 1. κατάλληλος για αντίσταση 2. ο αιρετικός … Dictionary of Greek
ἀντιτακτικῶν — ἀντιτακτικός fit for resistance fem gen pl ἀντιτακτικός fit for resistance masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιτακτική — ἀντιτακτικός fit for resistance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)